- πλανεύτρα
- η, Νβλ. πλανευτής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαμάνος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Νικόλαος. Ναυτικός από την Άνδρο. Υπηρέτησε στα πλοία του καπετάν Ανδρουλή, του Καρακωνσταντή και του Ιωάννη Μακρή. Πήρε μέρος στην επίθεση κατά της τουρκικής ναυαρχίδας, που ανατίναξε ο Κανάρης στη Χίο. Σκοτώθηκε… … Dictionary of Greek
πλανευτής — ο, θηλ. πλανεύτρα, Ν [πλανεύω] αυτός που παραπλανά, πλάνος, απατηλός … Dictionary of Greek
πλανευτής — ο θηλ. εύτρα αυτός που πλανεύει, εξαπατά, ξεγελά, πλάνος: Ο έρωτας ο πλανευτής κι η ξενιτιά η πλανεύτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)